ευπαρηγόρως

ευπαρηγόρως
εὐπαρηγόρως (Α)
επίρρ. δ. τ. τού ευπαρηγορήτως, βλ. ευπαρηγόρητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευπαρηγόρητος — η, ο (ΑΜ εὐπαρηγόρητος, ον) αυτὸς που παρηγορείται εύκολα μσν. αυτός που παρηγορεί εύκολα αρχ. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα. επίρρ... εὐπαρηγορήτως και δ. τ. ευπαρηγόρως (Α) με τρόπο που φέρνει την παρηγορία, με ψυχική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”